Σ`ένα φαράγγι σκοτεινό
είν του Αχέροντα οι όχθες
πήρα ένα νόμισμα χρυσό
για να τον δελεάσω .
Τρία μερόνυχτα έμελλε
εκεί να ξαποστάσω
να δασκαλέψω τρείς φορές
το μέγα μυστικό του .
Πώς πάνε κόντρα στα νερά
πώς πάν με την ροή του
πως φτάνεις μέσα από δεινά
στην ήρεμη πηγή του .
Εκεί που η κατάβαση
στα ουράνια σ`ανεβάζει
κι ο δρόσος μεταλλάσσεται
σε πύρινη ρομφαία .
Είδα χελώνα υδάτινη
να ρέει στον βυθό του
να σκάβει μες τα χώματα
να δει τον προορισμό του .
Μια λιβελλούλα γαλανή
την βλέπω να σιμώνει
τον αέρα ωθώντας απαλά
την έξοδο ζυγώνει .
Δυό πεταλούδες όμορφες
λικνίζονται με χάρη
με οδηγούν ανέμελα
μακριά απ`τον βαρκάρη .
Σαν είπα , « Φεύγω από εδώ »
Οι κάτοικοι του Άδη
Ήρθαν με μένος τρομερό
να τους δοθεί το μυστικό ,
πώς γίνεται ένας ζωντανός
να μπαινοβγαίνει στο σκοτάδι !
« Μάταια » , είπα .
Ο δρόμος είν` μοναχικός
και για γενναίους μόνο
που όρθωσαν ανάστημα
και νίκησαν τον φόβο .
Τώρα εδώ σας χαιρετώ
θα`ρθεί και η σειρά σας
Ωδή θα κάνω για εσάς
σημάδια θα αφήσω .
Ν`ακολουθάτε τον ρυθμό
σαν έρθει η Άγια ώρα
να πιείτε αθάνατο νερό
απ`του Αχέροντα την αιώρα !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου